- ὀπισθόδετος
- ὀπισθό-δετος, ον,A bound behind or backwards, Simon.177 (= Simm.3).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπισθόδετος — ὀπισθόδετος, ον (ΑΜ) δεμένος πίσω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + δετός (< δένω)] … Dictionary of Greek
ὀπισθοδέτοισιν — ὀπισθόδετος bound behind masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek